13.12.13

Η παρουσίαση - ανάλυση του βιβλίου: "Μικρές Ιστορίες Για Πριν Τον Ύπνο", από τον συγγραφέα Γιάννη Κιουρτσάκη, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "The Books' Journal" (τεύχος Νοεμβρίου 2013)






[Νοέμβριος 2013] #37 the books’ journal


Μικρά και μεγάλα μυστήρια

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗ

Τι μπορεί να έχει ένα βιβλίο με μικρά αφηγήματα για να προσεχθεί, το πρώτο λογοτεχνικό εγχείρημα ενός μηχανολόγου που ζει και εργάζεται στο Μεσολόγγι, μακριά από τη λογοτεχνική αγορά; Κι όμως, οι φανταστικοί μικρόκοσμοι που περιγράφει επικοινωνούν εσωτερικά, συγκροτώντας έναν μακρόκοσμο κατ’ εικόνα εκείνου μέσα στον οποίο ζούμε, σε προσεγγίσεις που συγκερνούν ποιητική ενέργεια, δημιουργό σκέψη, κατασταλαγμένη στάση ζωής και (γιατί όχι;) ανθρώπινη σοφία... [TBJ]


Τον Σεπτέμβριο του 2012 έλαβα, ανάμεσα σε κάμποσα βιβλία που μου αποστέλλονται σχεδόν καθημερινά, τούτο το βιβλιαράκι του άγνωστού μου Βασίλη Χουλιαρά. Την επόμενη μέρα έφευγα για το νησί όπου αποτραβιέμαι για να γράψω απερίσπαστα. Αμέσως τράβηξαν την προσοχή μου το μικροσκοπικό μέγεθος και ακόμα πιο πολύ ο τίτλος: Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο. Ιδού, σκέφτηκα, τι μου χρειάζεται εκεί όπου δεν έχω καιρό για διάβασμα. Ίσως αυτές οι μικρές ιστορίες με βοηθήσουν να χαλαρώσω ύστερα από μια μέρα κοπιαστικής δουλειάς και να έχω έναν καλόν ύπνο. Κι έτσι έγινε: το βράδυ έπαιρνα το βιβλίο στο ταβερνάκι όπου δειπνούσα και διάβαζα μιαν ιστορία· στο κρεβάτι, διάβαζα μιαν άλλη και αποκοιμόμουν. Η προσδοκία μου εκπληρωνόταν: αυτές οι ιστορίες λειτουργούσαν μέσα μου ευεργετικά. Όχι επειδή ήταν καθησυχαστικές (συμβαίνει το αντίθετο)· αλλά επειδή, με την λιγόλογη, λιτή και στέρεα γραφή τους, η καθεμιά έχτιζε έναν ατόφιο λογοτεχνικό μικρόκοσμο, αλλόκοτο, ονειρικό, υπερ-ρεαλιστικό στην κυριολεξία, κι ωστόσο βαθιά αληθινό, περισσότερο από εκείνον που μια επιδερμική αντίληψη της καθημερινής ζωής μας κάνει να ονομάζουμε «πραγματικότητα».
    Μέρα με τη μέρα, αυτή η αίσθηση δυνάμωνε. Τούτες οι ιστορίες ξεχώριζαν εντυπωσιακά μέσα στο ρεύμα του ψυχολογικού και κοινωνικού ρεαλισμού που διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης πεζογραφίας μας. Μα όσο κι αν σε βύθιζαν σε μιαν ατμόσφαιρα μαγική, φανταστική, δεν σε παράσερναν διόλου σε ρομαντικές ονειροφαντασίες· απεναντίας, σε οδηγούσαν δεξιοτεχνικά στα μύχια του εαυτού σου.
    Στο πλοίο της επιστροφής, καθώς φυλλομετρούσα πάλι το βιβλίο –το είχα πια διαβάσει ολόκληρο– συνειδητοποίησα πιο καθαρά εκείνο που είχα προαισθανθεί από την αρχή: αυτοί οι φανταστικοί μικρόκοσμοι επικοινωνούσαν εσωτερικά, συγκροτώντας έναν μακρόκοσμο κατ’ εικόνα εκείνου μέσα στον οποίο έχουμε όλοι μας ριχτεί· λες και, από τη μια στην άλλη ιστορία, κυκλοφορούσε όπως το αίμα μέσα στο ζωντανό σώμα, μια ποιητική ενέργεια, μια δημιουργός σκέψη, μια κατασταλαγμένη στάση ζωής, μια ανθρώπινη σοφία.
    Στην Αθήνα, ξαναδιάβασα φωναχτά τις ιστορίες –μία δύο, κάθε βράδυ, πάλι «πριν τον ύπνο»– στη γυναίκα μου, που μοιράστηκε την αναγνωστική μου αγαλλίαση. Έτσι, άκουσα καλύτερα τη μοναδική φωνή τους, όπως αισθάνομαι την ανάγκη να το δοκιμάσω με κάθε λογοτεχνικό γραπτό που με συγκινεί. Και τότε μόνο κάθισα κι έγραψα στον συγγραφέα τις ευχαριστίες και τις εντυπώσεις μου.
    Όμως ιδού: πριν από το Πάσχα του 2013, ο Βασίλης Χουλιαράς μου έκανε την τιμή να μου ζητήσει να παρουσιάσω το βιβλίο. Το ξαναδιάβασα λοιπόν από την αρχή. Βρισκόμουν τώρα σ’ ένα χωριό του Πηλίου. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και μπαινόβγαινα στις εκκλησίες (είναι για μένα, όπως και για τό­σους συμπατριώτες μας, οι μόνες μέρες όπου διαβαίνω το κατώφλι τους), έχοντας στη μια μου τσέπη την Ιερά Σύνοψη και στην άλλη το βιβλίο του Χουλιαρά – σαν μια δεύτερη μικρή σύνοψη, των ανθρώπινων, τούτη τη φορά, παθών. Γιατί το αίσθημα που αποκόμιζα από τη νέα ανάγνωση ήταν διαφορετικό. Όχι πως η γοητεία είχε λιγοστέψει· όμως, τώρα πήγαζε από εκείνο το ανησυχητικό στοιχείο που, όπως το υπαινίχθηκα στην αρχή, φωλιάζει στον πυρήνα κάθε ιστορίας. Και τούτο έδινε στον τίτλο έναν πολύ διαφορετικό τόνο, δυσοίωνο και σκοτεινό. Άραγε όταν γλιστράμε από τον ξύπνο στον ύπνο, δεν περνάμε σ’ έναν άλλον κόσμο –αυτόν που φανερώνουν τα όνειρά μας– και που δεν ξέρουμε τι ζοφερές εκπλήξεις μας επιφυλάσσει; Και αλήθεια: με τις «μικρές» του ιστορίες, ο Βασίλης Χουλιαράς καλεί τον αναγνώστη να ετοιμαστεί για ένα ριψοκίνδυνο μακροβούτι σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο όπου τα πάντα αποκαλύπτονται παράξενα, αινιγματικά, μυστηριώδη έως εφιαλτικά. Αυτό είναι ολοφάνερο στην πρώτη κιόλας ιστορία, που επιγράφεται «Ένα περίεργο όνειρο»: Ένας άνθρωπος, «πρότυπο πολίτη και καλού οικογενειάρχη», βλέπει στον ύπνο του ότι σκοτώνει μ’ ένα τσεκούρι την αγαπημένη του γυναίκα που κοιμάται δίπλα του. Νιώθει υποχρεωμένος «να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να δηλώσει το “φόνο που διέπραξε”, όπως [...] θα έκανε [...] αν ήταν ξύπνιος». Η αστυνομία τον ανακρίνει, κι αυτός παίζει μέχρι τέλος “το παιχνίδι”, καθώς δεν του κάνει καρδιά «να τους πετάξει κατάμουτρα» ότι «[όλα] ήταν πλάσματα της φαντασίας του». Το δικαστήριο τον καταδικάζει σε δις ισόβια, ενώ αυτός «ξεσπ[άει] σε τρανταχτά γέλια σκεπτόμενος τι εντύπωση θα [κάνει] στους γνωστούς του αυτή η απίθανη ιστορία που έπλασε εν υπνώσει το μυαλό του όταν θα τη διηγ[ηθεί] την άλλη μέρα». Τέλος τον οδηγούν στην ψυχιατρική πτέρυγα της φυλακής κι αυτός «περιμένει [πάντα] πότε επιτέλους θα τελειώσει το όνειρό του και αποφεύγει μια καταραμένη ιδέα που σιγά σιγά αρχίζει να του τριβελίζει το μυαλό».

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
«Τους κοιμωμένους», έλεγε ο Ηράκλειτος, «οίμαι συνεργούς των εν τω κόσμω γιγνομένων». Πιθανότατα. Αν, ωστόσο, «η ζωή είναι ένα όνειρο», όπως το υπενθυμίζει επίμονα η παγκόσμια λογοτεχνία, από το «σκιάς όναρ» του Πινδάρου ώς τον Σαίξπηρ και τον Καλντερόν, πότε ονειρευόμαστε στον ύπνο μας και πότε είμαστε όντως ξύπνιοι; Μήπως και ο ξύπνος μας είναι ένα όνειρο εφιαλτικό από το οποίο δεν καταφέρνουμε να ξυπνήσουμε – ακόμα και αν, κάποιες στιγμές, «μια καταραμένη ιδέα [...] αρχίζει να [μας] τριβελίζει το μυαλό»; Να πώς ο Χουλιαράς ανανεώνει το κοινόχρηστό μοτίβο ανατρέποντάς το και κεντώντας την τραγική εικόνα της ανθρώπινης μοίρας με τόνους κωμικούς. Την ίδια κωμικοτραγική φωνή –ή το ίδιο μαύρο χιούμορ– ακούμε και αλλού: λόγου χάρη, στον «Αυτόχειρα», όπου ο ήρωας, τη στιγμή ακριβώς που έχει δέσει γύρω από τον λαιμό του το σκοινί για να κρεμαστεί, συνειδητοποιεί, ότι στο σημείωμα που άφησε είχε γράψει ανορθόγραφα –αυτός, ο λογοτέχνης– τη λέξη «εκκρεμό­τητα»,∙ όμως είναι πια πολύ αργά γι’ αυτόν να διορθώσει το τελευταίο της ζωής του λάθος.
    Μένω στο όνειρο. Στο τέλος μιας άλλης ιστορίας –δεν θα την ονομάσω, σας αφήνω να τη βρείτε– ο αναγνώστης ανακαλύπτει έκπληκτος ότι το «ρεαλιστικό», για μια φορά, αστυνομικό διήγημα που διάβαζε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το όνειρο ενός άγνωστου ονειρευτή.
    Ιδού λοιπόν ένα θεμελιακό θέμα του βιβλίου: το όνειρο, ο ονειρικός χαρακτήρας της ζωής μας και του κόσμου. Και, αχώριστα, σαν δίδυμο αδέρφι, το αίνιγμα, το μυστήριο. Όλες σχεδόν οι ιστορίες γεννούν στο πνεύμα μας ένα αίνιγμα που μένει ώς το τέλος ανοιχτό – για τα πρόσωπα, τον αφηγητή, τον ίδιον τον συγγραφέα και για όλους εμάς, τους αναγνώστες.
    Αίφνης, τι είναι αυτό το κάστρο όπου κλείνεται ένας άνθρωπος ο οποίος έγινε απροσδόκητα ιδιοκτήτης του και το φρουρεί μέρα νύχτα για να διώξει μακριά όσους θεωρεί σφετεριστές του; Ώσπου, καθώς πλησιάζει «η ώρα του» και πρέπει να συντάξει τη διαθήκη του, νιώθει αιφνίδια «το βάρος μιας αποκάλυψης να τον διαλύει»; Διαβάζω: «Κοιτώντας γύρω του, το κάστρο σαν να ζωντάνεψε και του φανερώθηκε ως ένα αχόρταγο και αδηφάγο τέρας το οποίο τρεφόταν με ανθρώπινες ψυχές. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι τελικά το κάστρο που είχε κληρονομήσει, και που τώρα έπρεπε να κληροδοτήσει, δεν ήταν ό,τι κάποτε είχε πιστέψει αλλά μια φυλακή» (“Το κάστρο”). Σίγουρα υπάρχει εδώ κάποιο σύμβολο, αλλά τι συμβολίζει; Τον αυτοεγκλεισμό στην ατομική μας ιδιοκτησία; Τη φυλακή ενός εγωιστικού και μικρόψυχου εγώ; Μήπως το απόρθητο οχυρό του καπιταλισμού που «τρέφετ[αι] με ανθρώπινες ψυχές»; Ίσως όλα αυτά μαζί· ίσως τίποτε από αυτά, αλλά κάτι άλλο που αγνοεί πιθανόν ο ίδιος ο δημιουργός. Ο συγγραφέας δεν γράφει αλληγορίες, αλλά τις ιστορίες που φαντάστηκε – ή ονειρεύτηκε – υπακούοντας στην εσωτερική ανάγκη που τον προστάζει να τις αφηγηθεί. Κι αν αυτές μετουσιώνονται στο πνεύμα μας σε σύμβολα, τόσο το καλύτερο αρκεί να μην ξεχνάμε πως ετούτα είναι πολυσήμαντα, οριακά ανεξάντλητα. Έτσι λειτουργεί η γνήσια τέχνη, όπως μας το δείχνει πρώτα η προφορική δημιουργία των λαών. Άραγε ο λαϊκός δημιουργός του θεάτρου σκιών που βάζει τον Μεγαλέξανδρο να σκοτώνει το καταραμένο φίδι, βλέπει σ’ αυτό το τελευταίο «άλλο πράγμα»; Όχι, βλέπει απλώς ένα φοβερό θεριό. Το ίδιο και οι λαϊκοί θεατές του Καραγκιόζη. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά τους εμποδίζει να «διαβάζουν» σ’ ετούτη τη σκηνή, μέσα από το μυθικό θεριό, τη συλλογική τους μοίρα στα πολυάριθμα διαφορετικά πρόσωπα που ετούτη αποκτά, ανάλογα με τις περιστάσεις: εκείνο μιας θεομηνίας, ενός πολέμου, μιας ξένης κατοχής, μιας δικτατορίας, μιας οικονομικής κρίσης...
    Συνεχίζω. Ποιος είναι αυτός ο παράξενος «Άγιος» που καταφθάνει από το πουθενά σ’ ένα χωριό; Και ποιο είναι το χωριό που, ενώ στην αρχή τον υποδέχεται ως ανέλπιστη ευλογία, στο τέλος θα τον θεωρήσει υπαίτιο μιας καταστρεπτικής ανομβρίας και θα ξαμολήσει τα πιο άγρια σκυλιά του για να τον απομακρύνουν; Να όμως που εκείνα τον κατασπαράζουν· και τότε ξεκινάει αμέσως μια ασταμάτητη βροχή που πνίγει το χωριό και όλους τους κατοίκους του – εκτός από έναν, τον αφηγητή· «ίσως γιατί» συλλογιέται ο ίδιος, «κάποιος έπρεπε να μείνει να διηγηθεί αυτή την ιστορία». («Ο Άγιος»). Πόσα αδιαπέραστα μυστήρια!
    Ποιο είναι αυτό το χιόνι που αρχίζει να πέφτει στην πόλη, ξεσηκώνοντας «ένα κύμα ενθουσιασμού, ευτυχίας και αγαλλίασης», μα που μέρα με τη μέρα τρέπεται σε φοβερή και ακατάπαυστη χιονοθύελλα, παγιδεύοντας όλους τους κατοίκους «σε μια κάτασπρη υγρή και κρύα φυλακή; Λες και ξυπνήσαμε – λέει ένας από αυτούς – σε έναν τρομερό εφιάλτη, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει» («Χιόνι»), Βλέπετε πώς επανέρχεται το μοτίβο του εφιάλτη και πώς αυτές οι ιστορίες επικοινωνούν μεταξύ τους.
    Κάτι παρόμοιο νιώθουμε διαβάζοντας το «Παράξενο»: ένας οδοιπόρος εγκλωβίζεται σ’ ένα δάσος με οργιαστική βλάστηση από το οποίο δεν καταφέρνει πια να βγει. Μα όταν, επιτέλους, «μια αχτίδα ήλιου διαπερ[νά] το παχύ φύλλωμα και [πέφτει] πάνω του φωτίζοντάς τον», αισθάνεται «ότι ίσως για κείνον να [είναι] πλέον αργά». «Πόσο παράξενο στ’ αλήθεια!», μονολογεί ο αφηγητής· κι εμείς μαζί του.
    Και ακόμα, τι είναι τούτο το «αξιοπερίεργο», έθιμο μιας πόλης η οποία, όταν γεννιέται ένα παιδί, δωρίζει στην οικογένειά του το ίδιο του το μνήμα όπου αναγράφονται η ημερομηνία της γέννη­σής του και το όνομά του, μα όταν πεθάνει ο κάτοχος δεν τον θάβουν εκεί, αλλά σκορπίζουν στα περίχωρα τη στάχτη του και αφαιρούν το μνημείο; («Ένα έθιμο»). Πώς και γιατί ο Κάρολος ο Γ', ο λαμπρός βασιλιάς της Ουλμέχτρης, «ο θαυμαστής της ζωής και της τέχνης, [φτάνει] να γίνει ο καταστροφέας του λαού του;» («Ο Κάρολος Γ της Ουλμέτρης (Μια νέα προσέγγιση)»). Πώς ένας «καθ’ όλα ευτυχισμένος άνθρωπος, που συμβαίνει να γράφει στενάχωρες ιστορίες, θεωρείται γι’ αυτόν τον λόγο δυστυχισμένος απ’ όλους – μια κοινή πεποίθηση που τον οδηγεί στην κατάρρευση και τελικά στην αυτοκτονία, κατ’ εικόνα των φανταστικών ηρώων του; («Μία ακόμα ιστορία με αναμενόμενο τέλος»). Άραγε ήταν στ’ αλήθεια ευτυχισμένος, όπως ήθελε να πιστεύει; Το ερώτημα μένει και πάλι ανοιχτό, αφήνοντας να αποκαλυφθεί πόσο απροσδιόριστη, εύθραυστη και απρόβλεπτη είναι η ανθρώπινη συνθήκη.
    Αλλά το υπαρξιακό μυστήριο κορυφώνεται στον έξοχο «Λαβύ­ρινθο» που ιστορεί τις άκαρπες προσπάθειες κάποιων αρχαιολο­γικών ομάδων να βρουν τον μυ­θικό Λαβύρινθο – την κατοικία του Μινώταυρου. Άραγε ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο; Και αν τον σκότωσε στ’ αλήθεια, γιατί παράτησε την Αριάδνη που τόσο αποφασιστικά συνέβαλε στον άθλο του; Μήπως δεν την αγά­πησε ποτέ και απλώς τη χρησιμο­ποίησε για να πετύχει τον σκοπό του; Ή μήπως, μπαίνοντας στον Λαβύρινθο, τρόμαξε τόσο πολύ που δεν προσπάθησε καν να ξε­τρυπώσει τον Μινώταυρο, αλλά κρύφτηκε στα σκοτεινά, πασάλειψε με αίμα το σπαθί του και ξαναβγήκε στο φως «διατυμπανί­ζοντας ένα ψέμα»; Ο άθλος του δεν ήταν λοιπόν παρά «μια απάτη»; Ή μήπως η μόνη αλή­θεια είναι άλλη; Μήπως ήταν ο Μινώταυρος που σκότωσε τον Θησέα και φόρεσε ύστερα τα ρούχα και το προσωπείο του, με αποτέ­λεσμα από τότε να «κυκλοφορεί ελεύθερος στις δαιδαλώδεις δια­δρομές αυτού του κόσμου, αλλά­ζοντας συνεχώς μορφές, ψάχνο­ντας για τα επόμενα θύματά του»; Και τι σημαίνει αυτό αν όχι, ίσως, ότι ο Μινώταυρος βρίσκεται πια «εντός» μας, όπως το υπαινίσσεται ο γέρος Κρητικός στον νεαρό αρ­χαιολόγο, ήρωα και αφηγητή αυ­τής της ιστορίας; Μήπως είναι η μορφή του καθενός μας στον κα­θρέφτη; Και τότε μπορούμε να τον νικήσουμε ή, έστω να του ξεφύγουμε βάζοντας τέρμα στη ζωή μας; Θα προσέξατε ότι εδώ δεν έχουμε ένα αίνιγμα, αλλά μια αλυ­σίδα αινιγμάτων που αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοαναιρούνται, διπλώνονται το ένα μέσα στο άλλο, πηγαίνουν μπρος και πίσω. Λες κι αυτή η ιστορία αναπαράγει στην ίδια τη μορφή της το δαιδαλώδες σχέδιο ενός λαβυρίνθου και τη βασανιστική πορεία που κα­λούμαστε να διανύσουμε στο εσω­τερικό του. Δεν ξέρω πόσο αυτό γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα, αλλά, όπως κι αν είναι, το Θεωρώ λογοτεχνικό κατόρθωμα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σε άλλη ιστορία, που φέρει τον τίτλο «Ο ελεγκτής», ο αφηγητής γίνεται συλλογικός – ένα «εμείς». Οι εργαζόμενοι σ’ ένα εργοτάξιο είναι ανήσυχοι, καθώς το έργο τους έχει μείνει πίσω και περιμένουν από μέρα σε μέρα τον «ελεγκτή». Αλήθεια, πώς πέρασε ο χρόνος! Όταν υπέγραφαν τη σύμβαση κα­νείς δεν αναρωτήθηκε αν θα τα κατάφερναν – η δουλειά έμοιαζε εύ­κολη. Εντελώς άπειροι για ένα τέτοιο έργο, δεν είχαν εκτιμήσει τις δυσκολίες του. Αλλά και όταν κάτι πετύχαιναν, αυτό είτε φανερωνόταν αχρείαστο, είτε δημιουρ­γούσε νέα εμπόδια. Και τώρα ακόμα δεν είναι σε θέση να πουν πόσον χρόνο θα πάρει η αποπερά­τωση του έργου· ακόμα κι αν μπο­ρούσαν να ζητήσουν μια νέα διορία – που δεν μπορούν. Αποτέλεσμα: το χάος. Οι περισσότεροι τα έχουν παρατήσει. Υπάρχουν ασφαλώς και οι λίγοι που εργάζονται ακόμα πιο σκληρά από πριν· αλλά κι αυτοί στη «βιάση τους να προλάβουν, πε­ρισσότερο γκρεμίζουν παρά φτιά­χνουν. Μα ούτως ή άλλως, μαται­οπονούν». Τι θα πουν λοιπόν στον ελεγκτή; Μακάρι τουλάχιστον να είναι καλόκαρδος. Αλλά κι αν είναι, ποιο το όφελος; «Η θέση του και ο ρόλος τους είναι πιο σημαντικοί από τον ίδιο». Αχ, αν πάθαινε αμνησία και δεν μπορούσε να βρει το εργοτάξιο! Αν μια φωτιά ή μια πλημμύρα εξαφάνιζαν τη σύμβαση! Αλίμονο! Ακόμα και «αν τελικά» – διαβάζω την ακροτελεύτια παρά­γραφο της ιστορίας – «δεν υπάρχει ελεγκτής και η σύμβαση πάψει κι αυτή με κάποιο τρόπο να υφίσταται, τότε δεν μπορεί παρά κανείς να αναρωτηθεί τι άραγε κάναμε τόσα χρόνια εδώ.»
    Άραγε όλα τούτα δεν σας θυμί­ζουν μια πολύ πικρή και εξαιρε­τικά γνώριμη πραγματικότητα – ας πούμε τη ζωή μας με την τρόικα και, πολύ γενικότερα, την κακομοιριά που δέρνει διαχρονικά τη σχέση της κοινωνίας μας και του καθενός από εμάς με τη διοί­κηση και το κράτος; Και φυσικά τούτη η «πολιτική» ανάγνωση, που μου υπαγορεύεται από την καυτή επικαιρότητα, κάθε άλλο παρά αποκλείει άλλες αναγνώσεις· μου το υποδεικνύει ο ίδιος ο συγγρα­φέας στο πνεύμα του οποίου η πρωταρχική διάσταση της ιστο­ρίας του είναι οντολογική, υπαρ­ξιακή, μεταφυσική. (Και αλήθεια, δεν θα μπορούσαμε, δεν θα έπρεπε ίσως, όλοι εμείς οι άνθρω­ποι να αναρωτηθούμε «τι άραγε κάναμε τόσα χρόνια εδώ» – διάβαζε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;) Ας προσθέσω ότι φίλος πολιτικός μη­χανικός, «διάβασε» άλλα πράγ­ματα: τις συνεχείς αναβολές, τη σύγχυση, τον πανικό, το χάος που επικρατούν συχνά πυκνά σ' έναν πραγματικό εργοτάξιο. Ανάγνωση εξίσου νόμιμη, ιδίως για όποιον γνωρίζει ότι ο Βασίλης Χουλιαράς είναι μηχανικός μηχανολόγος. Τι άλλο μας δείχνουν όλα αυτά αν όχι πως όταν η λογοτεχνία ριζώνει γερά στην παρατήρηση του συ­γκεκριμένου, κατορθώνει να αγγί­ξει γενικότερες αλήθειες;
    Το βλέπετε και πάλι: οι φαντα­στικές ιστορίες του Χουλιαρά μάς μιλούν για οικεία δεινά: για την κατάρρευση που έρχεται μετά την απατηλή ευφορία, για τη βία και το εμφύλιο μίσος που εγκυμονεί η φαινομενική ειρήνη και για το σκο­τεινό αύριο που μας παραμονεύει κάθε τόσο. Αλλά επίσης για το πέ­ρασμα του χρόνου, τη φθορά, τη ματαίωση των αγώνων και των οραμάτων την επιπολαιότητα, τη ματαιοδοξία, την απληστία και την αχαριστία των ανθρώπων· και πα­ραπέρα για την αλαζονεία, την αυ­θαιρεσία και την αφόρητη μοναξιά της εξουσίας, λόγου χάρη εκείνου του Αυτοκράτορα που εξολοθρεύει τους φτωχούς μα ξέγνοιαστους υπηκόους του, τους οποίους φθο­νεί στο βάθος της ψυχής τους («Ο αυτοκράτορας στο θρόνο του»). Με δυο λόγια, για το αχώριστο ζευγάρι της ύβρεως και της νεμέσεως, η καταστροφική παρουσία του οποίου εκδηλώνεται πάντα γύρω μας και μέσα μας, έχοντας διασχίσει τους αιώνες. Θέματα διαχρονικά, οικουμενικά, πανανθρώπινα που ο συγγραφέας τα αναδεικνύει άμεσα και απέριττα με την πυκνή και υπαινικτική του γλώσσα, εκεί που τόσα «ρεαλι­στικά» κείμενα της πεζογραφίας μας δύσκολα ξεφεύγουν από το το­πικό ή, όταν το επιχειρούν, γλι­στρούν σ’ έναν ρηχό κοσμοπολιτι­σμό. Αντίθετα, εδώ αρκεί να ξαναδιαβάσουμε μια μικρή ιστο­ρία ή και μια σύντομη περικοπή για να ανακαλύψουμε από την αρχή μια νέα κάθε φορά πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό το φρέσκο βλέμμα που μας χαρίζουν οι διαδοχικές αναγνώσεις ενός γνωστού κειμένου μας δίνει, πι­στεύω, ένα από τα πιο στέρεα κρι­τήρια για να ξεχωρίσουμε την καλή λογοτεχνία.
    Άλλωστε, ένα έργο νήμα που διατρέχει το βιβλίο, συνυφασμένο με τα προηγούμενα, είναι η δημιουργία: θεϊκή και ανθρώπινη – προπάντων λογοτεχνική, κατ’ ει­κόνα θα έλεγα της θεϊκής. Σας διαβάζω την ιστορία που τιτλοφο­ρείται «Ο μύθος για τα βουνά»:

    Ο θεός στην αρχή του χρό­νου, όταν έφτιαξε τον κόσμο, προτού δημιουργήσει τον άν­θρωπο, έπλασε τα βουνά, στα οποία έδωσε ζωή δίχως θά­νατο.
    Τις πρώτες χιλιετίες όλη η γη σειόταν από τις περιπέ­τειες των βουνών. Αγαπούσαν και μισούσαν, ποθούσαν και πολεμούσαν, μετακινούνταν και γνώριζαν τον κόσμο όλο.
    Σιγά σιγά όμως τους έφευγε εκείνη η πρώτη ζωντάνια. Λίγο πολύ ό,τι ήταν να ζήσουν το είχαν ζήσει και δεν υπήρχε κάτι να τα πιέζει, θεωρούσαν ότι είχαν, και είχαν, το χρόνο σύμμαχο. Υπήρχε καιρός για οτιδήποτε. Οι έρωτες ξεθώριασαν και τα πάθη έσβησαν. Τα πάντα μοιραία συντρίβονται στον άπειρο χρόνο.
    Ο δημιουργός, απογοητευ­μένος από το έργο του, θέλησε να κάνει άλλη μια προσπάθεια και έπλασε τον άνθρωπο, στον οποίο δώρισε τη φθορά και το θάνατο.
    Όσο για τα βουνά, ζουν πια στην αιώνια λήθη. Παγωμένα στέκουν. Και αν καμιά φορά κάποιο από αυτά θυμηθεί κάτι και πάει να σαλέψει, η ανία το ακινητοποιεί.

Εδώ, ακούω κάμποσα διαφορετικά πράγματα, ανάμεσα σε πολλά άλλα που θα ακούσουν άλλοι ανα­γνώστες: το τέλος μιας πρωταρχι­κής δημιουργίας μέσα στην οποία τα βουνά είχαν την ικανότητα να αγαπούν, να σμίγουν, να συνομι­λούν - ή να μαλώνουν (θυμηθείτε το δημοτικό τραγούδι: Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν)∙ ίσως την κατάρρευση του παμπάλαιου μυθολογικού και λαϊ­κού πολιτισμού που είχε το χάρι­σμα να βλέπει με αυτόν τον τρόπο τα βουνά· ίσως τη μελαγχολική σιωπή μιας φύσης που, έχοντας πάψει να είναι ένα ζωντανό πρό­σωπο για τους ανθρώπους, βυθί­ζεται «στην αιώνια λήθη» και στην «ανία». Προπάντων όμως αφουγκράζομαι ένα μεταφυσικό μοτίβο: την εγγενή ατέλεια της θεϊκής δημιουργίας – και συνακόλουθα της ανθρώπινης – όπως τη φανερώνει η εικόνα του δημιουργού, ο οποίος «απογοητευμένος από το έργο του [...] κάνει άλλη μια προσπάθεια και [πλάθει] τον άνθρωπο [...] δωρίζ[οντάς του] τη φθορά και το θάνατο». Ωστόσο, είναι τάχα απολύτως σίγουρο πως μια ζωή που γνωρίζει φθορά και θάνατο είναι προτιμότερη από τη ζωή χωρίς θάνατο που χαρίστηκε στα βουνά (τα «καλότυχα βουνά» που «δε φο­βούνται Χάρο», λέει ο δημοτικός τραγουδιστής); Στο βάθος, δεν εί­ναι και οι δύο εξίσου ατελείς;

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ
Το ερώτημα φέρνει στον νου μου μιαν ακόμα ιστορία – για τη λογο­τεχνική, τούτη τη φορά, δημιουρ­γία. Ένας συγγραφέας ποθεί να δημιουργήσει ένα έργο «αξεπέρα­στο». Όμως δεν καταφέρει ποτέ να μείνει ευχαριστημένος από τα γραπτά του· αυτός, αντίθετα από τους κριτικούς, που μένουν εντυ­πωσιασμένοι, γνωρίζει τις αδυνα­μίες του. Σιγά σιγά «διαισθάν[εται] ότι δομικός λίθος της δημιουργίας είναι το σφάλμα» (υπογραμμίζω). Και «παρατώντας για πάντα το προσχέδιό του», χαμογελάει με τη σκέψη «ότι ίσως από τα ίδια στά­δια να πέρασε και ο θεός» («Από το άπειρο στο μηδέν»). Ιδού ολο­κάθαρα πώς μια ιστορία συνομιλεί με μιαν άλλη – με πολλές άλλες: για παράδειγμα με την ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος στήνει «μια παράξενη πολιτεία καμωμένη εξολοκλήρου από λέξεις» και που, διαπιστώνοντας το «σφάλμα» (αυτή τη λέξει διαλέξει ξανά ο συγ­γραφέας), βάζει φωτιά στην πόλη του και φεύγει, αυτός ο άγνωστος άνθρωπος, αφήνοντας στη θέση του έναν εξίσου άγνωστο αφηγητή, που συμπεραίνει: «Δεν ξέρω τι απέγινε αυτός. Δεν ξέρω τις απέγιναν οι λέξεις. Ξέρω μόνο πως τη στιγμή που άναψε το σπίρτο έφτασε την τέχνη του στα άκρα» («Μια παράξενη πολιτεία»).
    Μίλησα για άγνωστο ήρωα και άγνωστο αφηγητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε όλες σχεδόν τις ιστορίες, το κεντρικό πρόσωπο μέ­νει ανώνυμο. Απλώς είναι «κά­ποιος», δηλαδή δυνάμει ένας οποι­οσδήποτε άνθρωπος, ένας από εμάς. Και επειδή μέσα σε έναν άν­θρωπο ενυπάρχουν όλοι οι άνθρω­ποι ή, αν προτιμάτε, ο άνθρωπος, αυτή η ανωνυμία συμβάλλει επί­σης στην κοσμογονική, συμπαντική διάσταση που αποκτούν αρ­κετές ιστορίες του Χουλιαρά, όπως το διαπιστώσαμε στον «Μύθο για τα βουνά)». Σας διαβάζω «Την πρώτη πρώτη στιγμή»:

    Την πρώτη πρώτη στιγμή αντίκρισε μια άμορφη μάζα βυθιζόμενη σε μια περίεργη θάλασσα. Ένα σύμπαν διαστελλόμενο, που με τον καιρό σχηματοποιούνταν και μεταμορφωνόταν σε ένα αλλόκοτο πλάσμα, που όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ξεβρά­στηκε σε μια παράξενη ακτή.
    Και αντίκρισε αυτό το πλά­σμα να κλαίει και να γελά, να μεγαλώνει, να πονά και να ερωτεύεται, να αγκαλιάζει και να αγκαλιάζεται, να μελαγχο­λεί και να ελπίζει, να βαριέται, να γερνά και να μαζεύει.
    Και αντίκρισε ξαφνικά το πλάσμα να σωριάζεται και τη θερμοκρασία του να πέφτει και χώμα να το σκεπάζει. Και αντίκρισε τα μέρη του να εξα­φανίζονται και να αφομοιώ­νονται από το χώρο, μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένας κόκ­κος να το θυμίζει.
    Και μιας και ό,τι αντίκριζε μέχρι τότε είχε πάψει να υπάρχει, και μιας και δεν είχε πού αλλού να κοιτάξει, στρά­φηκε προς το σύμπαν, και τότε για πρώτη φορά είδε.

Ερώτημα μετα-φυσικό: Ποιος, όταν όσα αντίκριζε έπαψαν να υπάρχουν, «για πρώτη φορά είδε»; Σχολιάζοντας αυτή τη, βιβλικών τόνων, ιστορία, ο Βασίλης Χουλιαράς μου είπε ότι, στη δική του σκέψη, είναι ένας άνθρωπος που κατορθώνει να απεγκλωβιστεί από το ασφυκτικό «εγώ» του. Αλλά ποιος από εμάς το κατορθώνει εντελώς – παρεκτός κι αν γίνει θεός; Και άραγε ο συγγραφέας ξέ­ρει όλα όσα έχει βάλει μέσα στις ιστορίες του ή όσα αυτές μπορούν να εμπνεύσουν στους άλλους; Η προσωπική μου πείρα μου λέει όχι. Για μένα, πάντως, το μυστή­ριο μένει ακέραιο.
    Χωρίς αμφιβολία, τούτο το βι­βλίο θησαυρίζει αληθινή οδύνη – οδύνη δημιουργίας, οδύνη ζωής. Όμως, τι περίεργο, τώρα που κατάφερα ίσως να προχωρήσω πιο βαθιά στα σκοτεινά του μονοπάτια, αισθάνομαι ξανά την αγαλλίαση που δοκίμασα όταν το πρωτοδιάβασα: εκείνη που μας χαρίζει η γνήσια τέχνη, ακόμα και στις πιο ζοφερές στιγμές της. θα το νιώσετε κι εσείς, πιστεύω, όταν φτάσετε στην τελευταία ιστορία («Κάποιος πέφτει για ύπνο»): Ένας άνθρωπος βλέπει στον ύπνο του ένα βιβλίο που τον μαγεύει· το δια­βάζει μέχρι την τελευταία σελίδα, «βέβαιος ότι πρόκειται για ένα αρι­στούργημα». Ξυπνώντας, κάθεται αμέσως στο γραφείο του για να αποτυπώσει κάποιες φράσεις από την πρώτη σελίδα – τις μόνες που θυ­μάται. Το όνειρό του και η προσπάθειά του να καταγράψει στον ξύπνο του το βιβλίο, επαναλαμβά­νονται αρκετές φορές. Δεν μπορεί πια «να διώξει την ιδέα ότι κάτι απόκοσμο τον έχει επιλέξει να φέ­ρει στο φως αυτό το μαγικό και παράξενο βιβλίο [...] η συγγραφή ή, ίσως καλύτερα, η αντιγραφή [του οποίου] γίνεται η ζωή του ολό­κληρη». Λίγο λίγο το βιβλίο ολοκληρώνεται – πάντα μέσα στον ύπνο. «Το διαβάζει άλλη μια φορά μαγεμένος». Ώσπου – καταλήγει η ιστορία – «ξυπνά, αισθανόμενος ακόμα το μεγαλείο του βιβλίου και έχοντας στο μυαλό του καρφωμέ­νες κάποιες φράσεις από την πρώτη σελίδα...». Λυπάμαι που αυ­τός ο σκελετός είναι αδύνατο να φανερώσει τη μαγεία της γραφής του Χουλιαρά. Ωστόσο, είδατε φα­ντάζομαι τη συμμετρία αυτού του τέλους με την ιστορία της αρχής.
    Βασίλη, σου εύχομαι να γράψεις ακόμα κάποιες φράσεις από την πρώτη, μπορεί και από τη δεύ­τερη, ποιος ξέρει, ίσως και από την τρίτη σελίδα. Και, προπαντός, τώρα που έμαθες πως το βιβλίο που ονειρεύτηκες θα μένει εσαεί ημιτελές και ανολοκλήρωτο, μην μπεις στον πειρασμό να κάψεις την «πολιτεία από λέξεις» που άρχισες να χτίζεις, ελπίζοντας πως έτσι θα «[φτάσεις] την τέχνη [σου] στα άκρα». Πίστεψέ με, η αναπόδραστη ατέλεια των έργων μας είναι γονιμότερη. █

* Αναθεωρημένο κείμενο της παρουσίασης τον βιβλίου που έγινε την 15η Μαΐου 2013 στον χώρο των εκδόσεων Γαβριηλίδης. Κράτησα, όσο μπορούσα, τον προφορικό τόνο της ομιλίας.